Σκιώδη Παραλειπόμενα

του
Κώστα Βουλαζέρη

Αρχείο | RSS Feed

Αναζήτηση Μυστηριακές ΟντότητεςΠαλιά Ελληνικά Εξώφυλλα

Τυχαία

Μια στιγμή...
25 / 11 / 2021

«Ρε φίλε, ανέβηκαν τα κρούσματα σήμερα;» λέω σε κάποιον.

«Ναι· πού το κατάλαβες;»

«Βλέπω περισσότερες μάσκες στο δρόμο. Κι αφού δεν έχουμε Απόκριες...»

Σοβαρά τώρα, τι να τα κάνεις τα (ξεφτλισμένα) ΜΜΕ; Βγες έξω και παρατήρησε. Άμα τους δεις με περισσότερες μάσκες μες στον δρόμο, τους έχουν πει ότι είχαμε περισσότερα «κρούσματα». Άμα τους δεις με λιγότερες μάσκες, τους έχουν πει ότι είχαμε λιγότερα.

Ε ρε καραγκιόζηδες που έχουμε γίνει...

Βλέπω μια υπάλληλο στο σουπερμάρκετ να τραβά τη μάσκα για να αναπνεύσει λίγο από τις άκρες, και να την ξανατραβά, και να την ξανατραβά, απεγνωσμένη για αέρα.

Ο κόσμος πάει να σκάσει... ενώ υγιείς άνθρωποι φοράνε μάσκες που δεν έχει κανένα νόημα να φοράνε.

Μια γνωστή μου καθηγήτρια απέκτησε αναπνευστικό πρόβλημα από τη μάσκα που υποχρεώνεται να φορά συνεχώς μες στην τάξη. Πήγε στο γιατρό· της έδωσε και φάρμακο. Η γυναίκα αρρώστησε από τη μάσκα, δηλαδή, ενώ αλλιώς θα ήταν καλά – και, σίγουρα, χωρίς να είχε κολλήσει κάνα μικρόβιο. Αλλά πρέπει, φυσικά, να συνεχίζει να φορά τη μάσκα της...

Και τι μου λέει; «Τόσο καιρό ακούμε για κρούσματα... Εμείς από τους μαθητές μας, δυο, τρεις βγήκαν μόνο θετικοί, κι απλά ξεκουράστηκαν δυο βδομάδες και ξαναγύρισαν. Τίποτα δεν είχαν.»

Η αποτελεσματικότητα της μάσκας είναι καταπληκτική... άμα θες να αρρωστήσεις.

Λέω σ’έναν παλιό γιατρό που ξέρω: «Ρε μαλάκα, δε γνωρίζεις ποια είναι η ιατρική χρήση της μάσκας; Είσαι σοβαρός;»

«Εεε, ναι, εντάξει, έτσι είναι όπως τα λες. Αλλά αφού το λένε ότι πρέπει να τις φοράμε, ας τις φοράμε.»

Ε ρε καραγκιόζηδες που έχουμε γίνει...

Ή, μάλλον, όπως είχε πει κι ένας γνωστός κάφρος πρόσφατα δημοσιώς, γι’αυτούς που επιβάλλουν τα παρανοϊκά μέτρα της αρλούμπας του κερατά: Ε ρε γαμήσι που θέλετε!

Στο τέλος, η μόνη βιώσιμη λύση θα είναι νάρθουμε να σας βρούμε μ’ένα πιστόλι στο ένα χέρι κι ένα μαχαίρι στο άλλο. Δε θα μας έχετε αφήσει άλλη επιλογή, ούτε τίποτα να χάσουμε.

 

 

Επίσης . . .

Το Δυναμικό Φανταστικό Σκηνικό


Αρκετοί φανταστικοί κόσμοι δεν αλλάζουν, ή αλλάζουν λίγο. Είναι αρκετά φιξαρισμένοι, θα έλεγες. Γνωρίζουμε τι υπάρχει εκεί και τι δεν υπάρχει, και αποκεί και πέρα οι μόνες αλλαγές είναι, ίσως, στην πολιτική σκηνή του κόσμου, ή στο πώς εξελίσσονται κάποιες καταστάσεις. Αλλά ο κόσμος ο ίδιος, κατά βάση, δεν αλλάζει. Ξέρουμε, για παράδειγμα, ότι υπάρχουν αυτές οι φανταστικές φυλές, αυτά τα φανταστικά όντα, αυτά τα είδη μαγείας ή τεχνολογίας, και τέλος. Μεταβάλλονται μόνο οι σχέσεις μεταξύ αυτών – όπως αν ένα βασίλειο γκρεμιστεί ή αν μια καινούργια πόλη ιδρυθεί. Σε πολλές περιπτώσεις, δε, ακόμα κι αυτό δεν συμβαίνει, ή συμβαίνει πολύ διστακτικά, πολύ επιφυλακτικά. Κάποιες αυτοκρατορίες είναι πάντα εκεί, κάποια βασιλεία υπήρχαν και θα υπάρχουν. Μερικές φορές αυτό ισχύει και για κάποιους χαρακτήρες μέσα στις φανταστικές ιστορίες· μοιάζουν κι αυτοί φιξαρισμένοι στο φανταστικό σκηνικό, σαν να είναι μέρος του.

Το πιο συνηθισμένο, πάντως, σε αυτές τις περιπτώσεις είναι το πολιτικό σκηνικό να αλλάζει αλλά τίποτα σχετικά με τη φύση του κόσμου. Αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό – έχει μια συγκεκριμένη αισθητική – και θα μπορούσες να πεις και ότι είναι, κατά κάποιο τρόπο, ρεαλιστικό – δηλαδή, ότι κάτι παρόμοιο συμβαίνει και στον κόσμο μας, στη δική μας πραγματικότητα.

Ή, μήπως, όχι;

[Συνέχισε να διαβάζεις]

 

Επιλογές Νοεμβρίου (12/11)


Χάρτης με τους αρχαίους ρωμαϊκούς δρόμους, εικόνες από το Bummer California, LocalSend (ασφαλή αποστολή αρχείων τοπικά), Sean Andrew Murray. Η Ιρλανδία καθιερώνει τη χορήγηση μισθού σε δημιουργούς, το Beowulf του Lynd Ward, Greek TV Live, The White Company του Arthur Conan Doyle. «Η πόλη των μαγισσών», Space Type Generator, ερωτικές ταινίες τρόμου. Halloween με Ε.Φ. από το ’70· The Sword of Shannara και αντιγραφές του Τόλκιν· The Fall of Mercury της Leslie F. Stone· Sean Connery και Zardoz. Ο άνθρωπος είναι το ζώο που ονειρεύεται.

 

Περί Γραφής: Νοοτροπίες Διορθώσεων


Πώς πρέπει να μάθεις να σκέφτεσαι προτού ξεκινήσεις να διορθώνεις τα κείμενά σου

Νομίζω πως έχω ήδη γράψει σε κάποιο άλλο άρθρο (δεν θυμάμαι ποιο, αυτή τη στιγμή) ότι η τακτική μου με τις διορθώσεις είναι η εξής: να γράφω ένα κομμάτι (κάποιες σελίδες, ίσως ένα κεφάλαιο) και μετά να το διορθώνω· και όταν έχω τελειώσει όλο το βιβλίο, να το διορθώνω πάλι από την αρχή. Αυτή η τελευταία διόρθωση – αν και, ίσως, η λιγότερο σημαντική – είναι και η πιο κουραστική για εμένα, γιατί (α) θέλω να τη βγάλω σε συγκεκριμένο χρόνο, δεν θέλω να αργήσω πολύ· (β) ασχολούμαι με λεπτομέρειες ουσιαστικά, τα βασικά τα έχω ήδη διορθώσει· και (γ) η συνεχόμενη εστίαση της προσοχής για πολλές ημέρες επάνω σε ένα κείμενο δημιουργεί μεγαλύτερη κόπωση από τη συνεχόμενη χειρονακτική εργασία.

Αλλά αυτή είναι απλώς η τακτική που ακολουθώ, και σ’αυτό το άρθρο την αναφέρω μόνο. Εκείνο για το οποίο θέλω να μιλήσω εδώ είναι η νοοτροπία με την οποία κάνει (πρέπει να κάνει;) κάποιος τις διορθώσεις σε ένα λογοτεχνικό κείμενο. Και αναφέρομαι, κυρίως, στον συγγραφέα τον ίδιο, όχι σε διορθωτή. Για τον διορθωτή τα πράγματα πιθανώς να είναι αλλιώς – πιο επαγγελματικά, πιο ουδέτερα. Για τον συγγραφέα, όμως, τα πράγματα δεν είναι τόσο ουδέτερα, και όταν ξαναβλέπει ένα κείμενο που έχει γράψει μπορεί – ανάλογα και με την ιδιοσυγκρασία του – να βλέπει πολλά. Μπορεί να βλέπει ακόμα και φαντάσματα – το οποίο είναι πολύ συνηθισμένο· δεν αστειεύομαι.

Γι’αυτό είναι πολύ σημαντική η νοοτροπία με την οποία κάνει κανείς διορθώσεις, ασχέτως τι τακτική ακολουθεί. Μπορεί κάποιος να μην ακολουθεί τη δική μου τακτική· μπορεί να το γράφει όλο μονοκοπανιά και μετά να το διορθώνει από την αρχή. Ή μπορεί να το γράφει λίγο-λίγο διορθώνοντάς το στην πορεία. Δεν έχει σημασία αυτό. Όλα είναι, κατά βάθος, σωστά. Μεγαλύτερη σημασία έχει η νοοτροπία για τις διορθώσεις.

Και δεν υπάρχει μόνο μία νοοτροπία· υπάρχουν πολλές. Θα αναφέρω μερικές που θεωρώ καλές, και μερικές που πιστεύω ότι έχουν ενδιαφέρον.

Δύο ακραίες καταστάσεις που πλήττουν τους συγγραφείς είναι οι εξής: Από τη μια, να βαριούνται να το διορθώσουν και να το αφήνουν όπως είναι· από την άλλη, να σκαλώνουν και να το κοιτάνε επ’άπειρον, αγωνιώντας ότι πάντα κάτι δεν πάει καλά, ποτέ δεν είναι αρκετά σωστό.

[Συνέχισε να διαβάζεις]